- κουλ(λ)ουριάζω
- (Μ κουλλουριάζω) [κουλ(λ)ούρα)]δίνω σε κάτι σχήμα κυκλικό, συστρέφωνεοελλ.1. συσπειρώνω, τυλίγω, περιελίσσω σπειροειδώς, μαζεύω κάτι (α. «κουλούριασα το σύρμα» β. «το φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το σώμα της»)2. (ενεργ. και μεσ.) μαζεύομαι έχοντας το σώμα μου συνεστραμμένο σε σχήμα κουλλούρας («η γάτα ήταν κουλλουριασμένη κοντά στη φωτιά»).
Dictionary of Greek. 2013.